λαχειοφόρος

λαχειοφόρος
-ο, θηλ. και -α
αυτός που γίνεται με λαχείο, με λαχνό, αυτός που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών («λαχειοφόρος αγορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχεῖον + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαχειοφόρος, -ος — και α, ο ό,τι δίνει το δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών: Κέρδισε ένα αυτοκίνητο στη λαχειοφόρα αγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”